Translate

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

La Pentecôte (du grec ancien πεντηκοστὴ ἡμέρα / pentêkostề hêméra, « cinquantième jour »)

Pentecôte

μεσοπεντηκοστής



Κυριακή της Πεντηκοστής: Τι γιορτάζουμε σήμερα

Ξυλούρης Νίκος - Τη μέρα της Πεντηκοστής




Στίχοι: Κ.Χ Μύρης Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής πάν' οι ψυχές και κάθονται βουβές στα περιβόλια. Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές μαζί με τις αράχνες και μας κοιτούν αμίλητες αθώρητες και μόνες. Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής πάν' οι ψυχές και κρέμονται στα ρούχα και στο φράχτη. Φωλιάζουν στο καλό κρασί και στο παλιό πυθάρι γεμίζουν τις ραγισματιές κι ανοίγουν τους φεγγίτες. Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής μη κόψετε ξερό κλαρί ούτε χλωρό βλαστάρι. Μη μάσετε τ' ασπρόρουχα και διώξετε τσ' αράχνες μην πίνετε γλυκό κρασί και φοβηθούν και φύγουν.



La Pentecôte (du grec ancien πεντηκοστὴ ἡμέρα / pentêkostề hêméra, « cinquantième jour ») est une fête chrétienne qui célèbre l'effusion du Saint-Esprit, le cinquantième jour à partir de Pâques, sur un 

groupe de disciples de Jésus de Nazareth, suivant un épisode figurant dans les Actes des Apôtres.
Cette fête, qui clôt le temps pascal et dont la célébration est attestée localement à partir du ive siècle, puise son origine dans la fête juive de Chavouot, prescrite dans l'Ancien Testament, dans les livres de l'Exode et des Nombres.
La Pentecôte se célèbre le septième dimanche après le dimanche de Pâques, à une date mobile calculée par le Comput. Elle tombe toujours un dimanche entre le 10 mai et le 13 juin. Elle se poursuit le lendemain, dans certains pays, par un lundi férié ou chômé, dit « Lundi de Pentecôte ».


ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ


Η Πεντηκοστή είναι μια γιορτή αφιερωμένη στους νεκρούς. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες οι ψυχές των νεκρών κάποιες μέρες ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο. Η δοξασία αυτή συνεχίστηκε και στους Νεοέλληνες. Έτσι, σύμφωνα με αυτή, οι ψυχές των νεκρών ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο κάθε ανάσταση για πενήντα μέρες. Πεντηκοστή δηλαδή είναι η τελευταία ημέρα του ταξιδιού των νεκρών, η μέρα που γυρίζουν πίσω.
Την ώρα του γονατίσματος στην λειτουργία της εκκλησίας οι ψυχές των νεκρών γυρίζουν στον κάτω κόσμο, οι ζωντανοί κλείνουν τα μάτια τους, ώστε να μη δουν τις ψυχές που λυπημένες γυρνούν στον Άδη. Μάλιστα γονατίζουν πάνω σε φύλλα καρυδιάς γιατί συμβολίζουν την πικρία που κατέχει τις ψυχές των νεκρών την ημέρα αυτή, μιας που τα φύλλα είναι πικρά. Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση το γονάτισμα γίνεται για να παρακαλέσουμε να μην πέσει το γεφύρι που ενώνει τον πάνω κόσμο με τον κάτω. Το γεφύρι είναι λεπτό σαν τρίχα και όταν περνά μια ψυχή. Για αυτό το λόγο γονατίζουμε και ακίνητοι παρακαλούμε να στεριώσει το γεφύρι ώστε να μην πέσει κανείς μέσα στο ποτάμι το οποίο οδηγεί κατευθείαν στηn κόλαση.
Την ημέρα της Πεντηκοστής οι γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησία πίτες και γλυκά ως προσφορά στους νεκρούς. Τα τοποθετούν μπροστά από το εικονοστάσι και στο τέλος της λειτουργίας τις μοιράζονται μεταξύ τους εις μνήμην και συγχώρεση των νεκρών.
Το έθιμο αυτό σε ορισμένες περιοχές ονομάζεται «Ρουσάλια».
Η τέλεσή του αρχίζει από το απόγευμα της Παρασκευής, παραμονή του Ψυχοσάββατου, και συνεχίζεται την επόμενη ημέρα.
Την Κυριακή της Πεντηκοστής, όσοι πηγαίνουν στην εκκλησία κρατούν στο χέρι τους ένα κλαδί καρυδιάς. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, επάνω στα καρυδόφυλλα κάθονται και ξεκουράζονται οι ψυχές των νεκρών συγγενών τους, που βγαίνουν από τον Άδη την ώρα της Ανάστασης του Χριστού και επιστρέφουν πάλι εκεί την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η δοξασία αυτή είναι πανάρχαια. Οι πρόγονοί μας Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι η καρυδιά με το βαθύ πράσινο (μαυροπράσινο) χρώμα ήταν το δέντρο του θεού Πλούτωνα, και ότι μόνο αυτό υπήρχε στο βασίλειο των νεκρών, και πως στη σκιά του ξάπλωναν και αναπαύονταν οι ψυχές τους.
Η καρυδιά θεωρείται ως το δέντρο του θανάτου και γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να ξαπλώνουμε ούτε να κοιμούμαστε στον ίσκιο της. Λένε, ότι η καρυδιά έχει πολύ «βαρύ ίσκιο» και ότι όποιος αγρότης κοιμάται, κατά το καλοκαιρινές ώρες, κάτω απ’ τα φύλλα της, πονοκεφαλιάζει και κινδυνεύει από άμεσο θάνατο.
Τα Rosalia ή Rosaria ήταν ειδωλολατρική γιορτή των αρχαίων για τη λατρεία των νεκρών. Γινόταν την εποχή που υπάρχουν άφθονα τριαντάφυλλα, τον Μάιο, Ιούνιο. Η λέξη Rosalia προέρχεται από τη λατινική λέξη Rosa, που σημαίνει ρόδο, τριαντάφυλλο. Οι αρχαίοι πήγαιναν στα νεκροταφεία, στόλιζαν τα μνήματα με πολλά τριαντάφυλλα, έκαναν τελετές για τους νεκρούς και θυσίαζαν ζώα. Μετά τις νεκρικές τελετές και τις θυσίες ακολουθούσαν διασκεδάσεις και ευωχίες.
Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα Rosalia μεταφέρθηκαν στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Οι Ελληνικοί και Ελληνόφωνοι πληθυσμοί εξελλήνισαν τη λατινική λέξη Rosalia με την ελληνική Ρουσάλια είτε Αρουσάλια.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή αυτή εκχριστιανίστηκε, και διατηρήθηκε στους Βυζαντινούς που επισκέπτονταν τα μνήματα με φαγητά και μοιρολόγια. Το έθιμο τούτο έφθασε ως και τις ημέρες μας με κάποιες τοπικές παραλλαγές από τόπο σε τόπο.
Τα έθιμα αυτά τα έζησα, όταν ήμουν μικρός. Παρόλο που δεν είχα ζήσει θάνατο προσώπου στην οικογένειά μας και παρά την θλίψη ημέρας, που την έκανε μεγαλύτερη το γεγονός, ότι πηγαίναμε στα νεκροταφεία, ένιωθα πως συνέβαινε κάτι το σημαντικό και ιερό. Ένιωθα τις ψυχές δίπλα μου, όχι ως κάτι τρομακτικό ή δυσοίωνο, αλλά σαν μια δική μου σύνδεση με τους προγόνους και τον τόπο τους και τόπο μου. Μου μετέδιδαν την θλίψη τους, για την απώλεια των εγκοσμίων και της σωματικής επαφής με τα αγαπημένα πρόσωπα.
Στο νεκροταφείο οι γυναίκες θρηνούσαν όσους είχαν χαθεί πρόσφατα (και οι απώλειες ήταν πολλές) και η μια παρηγορούσε την άλλη. Άρχιζαν μετά τις ιστορίες για τους νεκρούς και μάθαινα πολλά πράγματα. Πάντα, όμως, είχα μιαν απορία, για τον τάφο εκτός του νεκροταφείου, στο προαύλιο του παλιού Οικοτροφείου, κάτω από δυο πλατάνια και δυο πανύψηλα κυπαρίσσια. «Είναι το Παπαδόπουλου», μου είπε η μητέρα μου. «Τον σκότωσαν οι Γάλλοι, γιατί είχε όπλα». Περισσότερα δεν ήξερε, αλλά με διαφώτισε η γιαγιά μου: Όταν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γάλλοι είχαν καταλάβει τη Μακεδονία, διέταξαν να παραδώσουν όλοι οι κάτοικοι τα όπλα. Ο Παπαδόπουλος δεν τα παρέδωσε. Κάποιος τον κάρφωσε -δεν μαθεύτηκε ποτέ ποιος και για ποιον λόγο- τον συνέλαβαν οι Σενεγαλέζοι και τον εκτέλεσαν. Θάφτηκε εκεί που εκτελέστηκε.
Είχα και μιαν έγνοια, αν ο Παπαδόπουλος είχε συγγενείς να επιτελέσουν τα πρέποντα στην Πεντηκοστή. Όμορφος ο τόπος που θάφτηκε, δεν λέω, αλλά εκεί δεν θα ήταν άλλες ψυχές, να τον παρηγορούν, αφού νέος είχε δολοφονηθεί.
Συγγενείς δεν είχε. Έτσι, λοιπόν, ενδόμυχα προσευχόμουν, όταν γονάτιζα, και γι’ αυτόν και ζήτησα απ’ τη μητέρα μου, να βάζει τ’ όνομά του στο ψυχοχάρτι και να μοιράζει πίτα και γι’ αυτόν. Με διαβεβαίωσε ότι τα έκανε.
Παιδιάστικα πράγματα, θα σκεφτεί κανείς. Όμως, κάπως έτσι ήταν ο άνθρωπος, ακόμη και στην ενήλικη ζωή του. Ο κόσμος, η φύση, οι υπάρξεις, οι άνθρωποι, όλα είχαν μιαν άφατη ιερότητα, συνέχεια και συνέπεια. Κι αυτά ο άνθρωπος, τα έκανε με συναίσθηση της ιερής συνέχειας της δημιουργίας. Δεν υπήρχε σαφής διάκριση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος της ύπαρξης. Ούτε κι ο θάνατος ήταν κάτι το σαφές και το τραγικό.
Μετά μπήκε στη μέση η «ανταμοιβή»: Ζήσε έτσι, για να μην πας στην Κόλαση. Φόβος του θανάτου, όχι ως ανυπαρξία, αλλά ως αιώνια τιμωρία. Κι αυτό, όμως, είναι ένα είδος αποϊεροποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Παύει να είναι ο άνθρωπος αφ’ εαυτού ιερός, επειδή είναι μέρος-μέλος του φυσικού κόσμου. Γίνεται ιερός επειδή κάτι το ανώτερο του εμφύσησε την ψυχή και η ψυχή μας, πλέον, του ανήκει. Έτσι τα βλέπουμε τα πράγματα, διολισθαίνοντας σε μια πίστη αντίθετη προς το είναι μας, μια πίστη της οποίας την ουσία αποφεύγουμε να την δούμε.
Μπορεί ο Θεός να είναι ο ιδιοκτήτης μας, ο άτεγκτος δυνάστης μας; Έτσι μας έπλασε, έτσι μας θέλει; Είναι τόσο ατελής; Αυτό, όμως είναι άλλη συζήτηση. Τώρα μιλάμε για την Πεντηκοστή.
Ποια ανάγκη την παρήγαγε και ποια ανάγκη ανάγκασε την Εκκλησία να την υιοθετήσει, παρόλο που οι δοξασίες του λαού δεν έχουν καμιά σχέση με τα δόγματα;
Το χριστιανικό δόγμα λέει πως οι ψυχές, αφού πεθάνουν, ξεχνάνε τα εγκόσμια και την ανθρώπινη ταυτότητά τους και η τύχη τους δεν αλλάζει. Σε τι βοηθάνε, λοιπόν, μνημόσυνα, τρισάγια και Ψυχοσάββατα, αφού η Κρίση είναι αμετάκλητη; Βελτιώνουν την θέση της ψυχής, σου απαντά η Εκκλησία. Κάποιος κακεντρεχής, θα έλεγε πως βελτιώνουν και την οικονομική θέση της ιδίας και των λειτουργών της.
Δεν το πιστεύω απόλυτα. Αυτές οι τελετές αφενός δρουν αποενοχοποιητικά για εμάς, επανορθώνοντας τις εν ζωή μικρότητές μας προς τους τεθνεώτες, αφετέρου δίνουν και σ’ εμάς μια ελπίδα, πως –όταν σβήσουμε- δεν πέσουμε σε αιώνια λήθη. Θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μας σκέφτονται με αγάπη, θα είμαστε μια συναισθηματική απώλεια, θα έχουμε αφήσει το αποτύπωμά μας στον κόσμο αυτό, μια ψευδαίσθηση αθανασίας, λοιπόν, μια ψευδαίσθηση, ότι δεν ζήσαμε μάταια σε έναν σκληρό κόσμο και πως, κάπου-κάπου, θα μπορούμε να επανερχόμαστε σαν δειλές σκιές, με διακριτικό τρόπο, να βρούμε την αγάπη, που –ίσως- εν ζωή δεν την αναζητήσαμε όσο έπρεπε, να δούμε την ομορφιά του κόσμου, που, όσο ζούσαμε, δεν την εκτιμήσαμε, δεν την ρουφήξαμε απολαυστικά και λαίμαργα, αν και είχαμε την ευκαιρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου