Μύθοι Του Αισώπου - Ο βόρειος άνεμος και ο ήλιος
La bise et le soleil
La bise et le soleil se disputaient, chacun assurant qu'il était le plus fort, quand ils ont vu un voyageur qui s'avançait, enveloppé dans son manteau. Ils sont tombés d'accord que celui qui arriverait le premier à faire ôter son manteau au voyageur serait regardé comme le plus fort. Alors, la bise s'est mise à souffler de toute sa force mais plus elle soufflait, plus le voyageur serrait son manteau autour de lui et à la fin, la bise a renoncé à le lui faire ôter. Alors le soleil a commencé à briller et au bout d'un moment, le voyageur, réchauffé a ôté son manteau. Ainsi, la bise a du reconnaître que le soleil était le plus fort des deux.
L’une des célèbres fables de l’écrivain grec antique Ésope a servi de précieux matériau linguistique pour établir un atlas sonore des langues régionales de l’Hexagone. Les chercheurs du Limsi, un laboratoire du CNRS mêlant sciences de l’informatique, de l’ingénieur, du vivant et sciences humaines et sociales, ont en effet choisi d’enregistrer 126 locuteurs déclamant cette fable, dans des langues d’oïl comme le picard, des langues germaniques comme le flamand ou encore des langues d’oc comme le provençal : « Se disputavan l’aura e lo soleu, que cadun se disiá lo pus fòrt. » Sans oublier le basque, le breton ou l’alsacien. « Cette fable est souvent utilisée par les linguistes car elle est très ancienne et dépourvue de traits culturels trop marqués », explique Albert Rilliard, chercheur au Limsi.
Ο Βοριάς κι ο Ήλιος (Παραμύθι του Αισώπου)
Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
Ο Βοριάς κι ο Ήλιος (Παραμύθι του Αισώπου)
Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
– Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
– Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα ‘βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.
– Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.
– Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.
– Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα ‘ναι ο δυνατότερος .
– Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος,για να προφυλαχτεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ’ ένα σακί, και τυλίχτηκε μ’ αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:
– Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο Ήλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.
– Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.
Βοῤῥᾶς χειμέριος ἔριν ἐποιήσατο πρὸς τὸν Ἥλιον, ποῖος ἐξ αὐτῶν ὁδοιποροῦντός τινος τὸ ἱμάτιον ἀποδύσει. Βοῤῥᾶς δὲ πρῶτος βίᾳ τὸ ἱμάτιον φυσῶν ἤλπιζε συλήσειν. Ὁ δὲ ῥιγῶν καὶ κρατήσας ἀμφοτέραις χερσὶ τὸ ἱμάτιον, ἔβαλε τὴν κεφαλὴν ἔν τινι πέτρας ὀπῇ, τὴν ψόαν ἔξω ἐάσας. Ὁ δὲ Ἥλιος τὸ μὲν πρῶτον χλιάνας αὐτὸν τοῦ ψύχους, ἔπειτα τὴν φλόγα προσαγαγὼν ἔπεισεν ἱδρώσαντα τὸ ἱμάτιον ἀποδύσασθαι· οὗτως οὖν ἡττήθη ὁ Βοῤῥᾶς.
Ὅτι πραοτέρως ἐπιχειρῶν τινι πράγματι μᾶλλον ἀνύσεις πείθων ἢ βιαζόμενος.
Στα νέα Ελληνικά
Ένας απο τους πιό γνωστούς παγκοσμίως μύθους:
ο χειμερινός Βοριάς με τον Ήλιο συναγωνίζονταν ποιος θα καταφέρει να βγάλει το πανωφόρι ενός οδοιπόρου. Ο Βοριάς φυσούσε με όλη του τη δύναμη ελπίζοντας ό,τι έτσι θα του αρπάξει το πανωφόρι. Ο άνθρωπος όμως, για να μπορέσει να αντέξει σε τόσο έντονο κρύο άνεμο, έβαλε το κεφάλι του μέσα στην κοιλότητα ενός βράχου κ τράβηξε το πανωφόρι του γύρω από το κεφάλι κ το στήθος του, αφήνοντας έτσι ξεσκέπαστη τη μέση του, κ έτσι, παρόλο που ήταν πολύ δυνατός ο άνεμος, δεν μπόρεσε να του πάρει το πανωφόρι, αφού ο άνθρωπος αντιστεκόταν τόσο.
Ύστερα δοκίμασε ο Ήλιος: πρώτα ζέστανε τον άνθρωπο να μην κρυώνει, κ έπειτα ζέστανε πολύ, τόσο που ο άνθρωπος ίδρωνε, γι' αυτό κ έβγαλε το πανωφόρι του. Έτσι, στη διαμάχη κέρδισε ο Ήλιος.
Ύστερα δοκίμασε ο Ήλιος: πρώτα ζέστανε τον άνθρωπο να μην κρυώνει, κ έπειτα ζέστανε πολύ, τόσο που ο άνθρωπος ίδρωνε, γι' αυτό κ έβγαλε το πανωφόρι του. Έτσι, στη διαμάχη κέρδισε ο Ήλιος.
Ο μύθος αυτός θέλει να πει ότι η αγάπη είναι η πηγή της δύναμης. Η αγάπη είναι σαν τον ευχάριστο ήλιο, ενώ η βία είναι σαν τον ανεπιθύμητο άγριο βοριά. Η αγάπη κερδίζει τους ανθρώπους κ τους πείθει, ενώ η βία προκαλεί την αντίσταση κ δεν πείθει: χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει κάτι, κ εκείνο ακόμη που θα πετύχει είναι πολύ δύσκολο να διαρκέσει, γιατί οι άνθρωποι είναι αντίθετοι στη βία που ασκείται εναντίον τους.
Το ίδιο ισχύει για τη φύση: όταν στη φύση κ στα πλάσματα της φερόμαστε με αγάπη, μας δίνουν ζωή. Όταν στη φύση κ στα πλάσματα της, φερόμαστε με απονιά, μας βλάπτουν τη ζωή.
Το ίδιο ισχύει για τη φύση: όταν στη φύση κ στα πλάσματα της φερόμαστε με αγάπη, μας δίνουν ζωή. Όταν στη φύση κ στα πλάσματα της, φερόμαστε με απονιά, μας βλάπτουν τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου