Στριμωγμένος επί τέσσερα μερόνυχτα μέσα σε ένα βαγόνι χωρίς παράθυρα. Σαν αυτό που μεταφέρουν ζώα και εμπορεύματα. Τώρα μετέφερε εκείνον. Το πάτωμα στρωμένο με λίγα άχυρα, είχε γίνει βούρκος από τις ανθρώπινες ακαθαρσίες... ούρα, περιττώματα. Η μυρωδιά τον έπνιγε. Εκατό άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον, όρθιοι ταξίδευαν στα σκοτεινά. Τη μέρα έμπαινε ελάχιστο φως από τις χαραμάδες του ξύλινου βαγονιού. Δεν ήξερε πότε ξημερώνει και πότε βραδιάζει. Ένα αδιάκοπο ρυθμικό «πέρα δώθε» του έδειχνε ότι βρίσκονταν εν κινήσει. Ο μονότονος ήχος που κάνουν οι ράγες λες και έφτανε μέχρι τα βάθη του κεφαλιού του. Ήθελε να κλείσει τα αυτιά του να μην ακούει, ήθελε να σταματήσει να αναπνέει για να μην μυρίζει. Πεινούσε και δίψαγε.
Ένα μικρό χεράκι δεν σταμάτησε λεπτό να τον αγγίζει. Με δυσκολία από τη ζαλάδα χαμήλωσε το κεφάλι και τον είδε. Ο Ιωσήφ, ο επτάχρονος γιος του. Του έσφιγγε τα δάχτυλα και τον κοίταζε. Τα ματάκια του ήταν συνεχώς βουρκωμένα. Φοβόταν. Μάτια μεγάλα, εκφραστικά, γεμάτα με αγάπη και θαυμασμό που έχει ο κάθε γιος για τον πατέρα του.
Λίγες ημέρες πριν, περπατούσαν οι δυο τους ανέμελοι στην πλατεία Αριστοτέλους. Φόραγαν τα καλά τους ρούχα και χαιρετούσαν τον κόσμο. Γνωστούς, συγγενείς, φίλους. Στο στήθος τους ήταν καρφιτσωμένο το αστέρι του Δαβίδ. Ένα κίτρινο αστέρι διαστάσεων 10x10 εκατοστών. Το αστέρι του θανάτου τους. Η κονκάρδα, όπως την έλεγε χαριτολογώντας. Ο μικρός έτρεχε μπροστά κυνηγώντας κάτι περιστέρια. Εκείνος κρατούσε σφιχτά το χέρι της αγαπημένης του γυναίκας. Η Σάρα έδειχνε περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ. Φώναξε στον Ιωσήφ να προσέχει να μην χτυπήσει και μετά έγειρε στον ώμο του και του ψιθύρισε εκείνο το «Ελιέζερ, σ’ αγαπώ» που τον τσάκιζε.
Το βράδυ η πόρτα του σπιτιού τους χτύπησε βίαια. Τους έβγαλαν όλους έξω και τους χώρισαν. Πήγε να διαμαρτυρηθεί. Του είπαν άγρια να το βουλώσει. Η Σάρα έκλαιγε, ο μικρός κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια εκείνους τους στρατιώτες με τις γκρίζες στολές να σπρώχνουν, να χτυπούν με τους υποκόπανους των όπλων και να φωνάζουν: «Juden Raus».
Τους έβγαλαν στον δρόμο μαζί με πολλές άλλες οικογένειες. Κάποιοι ήταν σχεδόν γυμνοί, άλλοι μόνο με τα εσώρουχά τους, μερικοί με τα νυχτικά και τις ρόμπες τους. Οι άνδρες με τις γκρίζες στολές έψαχναν το σπίτι τους και πετούσαν από το μπαλκόνι τα υπάρχοντά τους. Ρούχα στροβιλίζονταν αργά στον αέρα, κορνίζες έπεφταν με ορμή και έσπαζαν με θόρυβο, μπαούλα ολόκληρα τσακίζονταν στην άσφαλτο πέφτοντας από ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου