Για τις γυναίκες, μάνες της Ουκρανίας και όπου γης...
Η ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά. ... Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-zoi-kai-to-ergo-toy-kosti-palama-o-poiitis-poy-quot-eipe-tin-ellada-quot/
Κωστής Παλαμάς, από τα «Σατιρικά γυμνάσματα»
“Γυναίκα”
Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις
για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει
να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις
το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι
στο νέο βωμό.
Μέσα σου πρώτα κάψε
το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει,
Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη.
Και σκάψε,
και του παλιού καιρού τα παραμύθια,
κι ας ειν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε.
Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια
βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα
για την Αγάπη και για την Αλήθεια
.
Πάντα μαζί σου κ’ η Ομορφιά η μεθύστρα.
Ακόμη σε ένα ποίημα που φέρει τον τίτλο «Ύμνος των Αιώνων» ο Κωστής Παλαμάς τιμά την γυναίκα και το πρόσωπο της Ελληνίδας της οποίας προσωποποιείται η ίδια η Ελλάδα μας.
«Ύμνος των Αιώνων»
Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.
Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ’ η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,
Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,
Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ’ όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,
Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ’ είναι σα σπλάχνα απ’ το δικό σου το αίμα.
Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ’ αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!
Στο ποίημα «Ανατολή», ο Κωστής Παλαμάς, την προσωποιεί κι αυτή στο πρόσωπο μιας μάνας γυναίκας…
«Ανατολή»
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πως η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.
Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογκάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάνα· καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Ανατολή.
Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, διαβάτης
μ’ εσάς κι εγώ.
Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,
όσος φτάνει τα δέντρο για να στέκω,
και καπνιστής με τον καπνό
να πλέκω δαχτυλιδάκι γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω,
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σας τυραννά
κι όλο αρχίζε,ι γυρίζει, δεν τελειώνει.
Και μια φυλή ζη μέσα σας και λιώνει,
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.
Γράφει ο Κωστής Παλαμάς εκεί κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα:
«Όσοι φοβούνται πως άμα χειραφετηθούν οι γυναίκες κι έμπουνε κι αυτές με τα όλα τους στον αγώνα της ζωής, θα χάσει η γυναίκα τη χάρη της και την ποίησή της, μου θυμίζουν τα επιχειρήματα του Ruskin και άλλων πως τάχα με τους σιδηροδρόμους και με τον πολιτισμό θα χάσει την ομορφιά η φύση. Και τι είναι το στρώσιμο και το πέρασμα ενός σιδηροδρόμου στ’ απέραντα του φυσικού κόσμου γύρω του; Αφήνω πως μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως κι ένα τρένο πλουτίζει τη φύση μ’ ομορφιά. Ανάλογα κι οι φόβοι για τη χειραφετημένη γυναίκα μου φαίνονται ρομαντικοί. Όπως κι αν αποκατασταθούν οι γυναίκες, σε όλα ισότιμες με τον άντρα, η γυναίκα- το αιώνιο “θηλυκό” του ποιητή- δε χάνεται. Πάντα θα ζει, θα ζώνεται και θα ξεζώνεται».
(Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τ. 10, Γκοβόστης)
Στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, αυτό το Έπος του Κωστή Παλαμά, η γυναίκα έχει το δικό της ρόλο. Μάλιστα, αρχίζει με τη γυναίκα και τον έρωτα:
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»
«Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής!
Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ηύρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,
κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κι έν’ αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.
Μέσα μου κι αν να σαλεύει
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.
Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ’ αστέρια, προς τα πάντα
γλώσσα προσταγής.
Κι όντας μες στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλείς με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ, σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ’ εσύ;…»
«Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάμα·
είμ’ εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα·
και μονάχα μιά φορά στην Πόλη μέσα
μ’ άγγιξε ιερή κι εμέ λαχτάρα·
και μου τήνε φύσηξες εσύ,
γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα,
και το τρέξιμο σου το τρελό
μες στα τρίστρατα και μέσα στα καντούνια·
πίσω σου ούρλιασμα σκυλιών,
γύρω σου παιδιών πετροβολήματα,
κι όχλος και σου χτύπαε τα κουδούνια·
ποιά στιγμή να σ’ έσπειρε βλαστήμιας,
ποιάς οργής βάσταξ’ εσένα μήτρα,
σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο,
πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα;
Κι έκραζες βραχνά, – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω,-
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»
«Κι ήρθανε κι οι καλαθοπλέχτες,
να κι οι αλογοπραματευτάδες·
πεταλωτήδες, ξυλοκόποι,
γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες,
γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες,
κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι,
και που ποτέ δεν το ποθήσαν,
κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων
τα χαροκόπια και τις έγνοιες
και τα φιλιά και τις αμάχες,
και τον ιδρό του φαμελίτη
και τη ντροπή που της γυναίκας
τα δροσομάγουλα πυρώνει,
και τον καπνό που από το τζάκι
το σπιτικό γλιστράει και φεύγει,
την αρχοντιά, τη φτώχεια και όλα·
και τίποτε δεν τους ξαφνίζει,
κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν,
και κάθε νύχτα στα τσαντήρια,
γυρνούν, κι ειν’ ίδιοι, πάντα είν’ ίδιοι.
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν
το χάλκωμα και το καλάγι,
κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες,
κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους!
με τα πανάρχαια σύνεργά τους,
με τα διπλά τους φυσητήρια,
γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα
τα χίλια μύρια,
ξεσκαλιστάδες της φωτιάς,
κρατώντας την πάντ’ αναμμένη
και σα να παίρνουν από κείνη
πάντα όση δύναμη τους μένει…»
Το άρθρο το αλίευσα από
https://iaitoloakarnania.gr/2019/03/gyneka-mesa-apo-tin-piisi-tou-kosti-palama/